Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Ρ.Μ.Ρίλκε / Ποίημα - Οι ελεγείες του Ντουϊνου - 3η

Δεν υπάρχουν σχόλια

Την Αγαπημένη να υμνείς, βέβαια. Αλλά κι εκείνον, αλλοίμονο,
τον αθέατο ένοχο Θεό- ποταμό του αίματος.
Αυτόν που από μακρυά τον ξεχωρίζει εκείνη, τον καλό της, ο ίδιος αυτός τι ξέρει για τον κόσμο της Ηδονής, αυτός που από την μοναξιά του πριν τον μερώσει η νέα κοπέλα, συχνά κι αυτή ως να μην υπήρχε, αχ, μέσα από τι, τάχα, άγνωρο στάζοντας, το θείο κεφάλι ανύψωνε, καλώντας σε ταραχή άπειρη την νύχτα ;Ω ο Ποσειδώνας του αίματος! Ω η φοβερή η τρίαινά του!
Ω του στήθους του ο σκοτεινός άνεμος, βγαλμένος από σπειροειδές όστρακο! Άκου πως αυλακώνεται η νύχτα και κοιλαίνει .
Ω άστρα, από σας δεν πηγάζει του εραστή η λαχτάρα για της αγαπημένης του την όψη; Το βλέμμα, που βυθίζεται στο αγνό της πρόσωπο από τα αγνά άστρα δεν το πήρε ;Ούτε εσύ αλλοίμονο , μηδέ κι η μάνα του, δεν έχει τα τόξα των φρυδιών του τόσο, από την αναμονή, τεντώσει.
Ούτε για σένα , νέα κοπέλα, που τον νιώθεις, ναι, μήτε για σένα το χείλι του σε πιο καρπερήν έκφραση δεν καμπηλώθει .
Αληθινά , πιστεύεις, η εμφάνιση σου η ανάλαφρη πως θα τον είχε κλονίσει τόσο, εσύ, που σαν πρωινός άνεμος βαδίζεις ;Φώναξέ τον … φώναξέ τον λοιπόν ! δεν τον καλείς από έναν κόσμο ολότελα σκοτεινό. Βέβαια και ΘΕΛΕΙ , ξεφεύγει , ξαλαφρωμένος, συνηθίζει μες στην κρυφή καρδιά σου κι από κει παίρνει κι αρχίζει τον εαυτό του.
Αλλά αρχίσανε, τάχα, τον εαυτό του ποτέ ;
Μάνα μικρό τον έκανες, εκείνη που τον άρχισε εσύ ‘σουν, καινούργιος σου ήταν, πάνω από τα καινούργια έγειρες μάτια τον φιλικό κόσμο, και μακρυά έδιωξες τον ξένο
Αχ, που ‘ ναι τ’ αλλοτινά χρόνια τότε, που απλά, για κείνον, το χάος που πάφλαζε έκφραζες με το ισχνό κορμί σου;

Πολλά του έκρυψες έτσι · το νυχτερινό δωμάτιο αθώο το έκαμες· απ’ την καρδιά σου, τη γιομάτη άσυλα, τον χώρο της νύχτας του ανακάτωσες με πιο ανθρώπινο χώρο
Όχι μέσα στο σκότος , όχι· μέσα στη παρουσία την τόσο κοντινή σου το φως της νύχτας έστησες, και πόσο φιλικόν εφάνει !
Δεν ήταν τρίξιμο που, εσύ, χαμογελώντας να μην εξηγήσεις σα να ‘ ξερες από καιρό, ΠΟΤΕ το πάτωμα έτσι θα φερνόταν.
Κι άκουγε αυτός κι ημέρωνε. Τόσα δυνήθη το τρυφερό αναθάρρεμά σου · πίσω απ’ το ερμάρι, τυλιγμένη με στον μανδύα της , η μοίρα του ορθωνόταν, και μες στης κουρτίνας τις πτυχές, κινώντας τις ανάλαφρα , το ανήσυχο μέλλον του περνούσε.
Κι ο ίδιος αυτός, ως πλάγιαζε, ανακουφισμένος, κάτω από τα νυσταγμένα βλέφαρα του αλαφρού σχήματός σου, γλυκά ανελυώντας στην γεύση του πρώτου ύπνου-,
φυλαγμένος ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ… Μα, ΜΕΣΑ ΤΟΥ : ποιος θα έστρεφε πίσω, ποιος θα εμπόδιζε, μέσα του, την πλημμυρίδα της καταγωγής του ;
τον ύπνον , αχ, ΔΕΝ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΧΟΥΝ του κοιμώμενου· βέβαια κοιμόταν, αλλά, πολύ πυρέσσοντας, ονειρευόταν : πώς παραδέχτηκε την είσοδό του ,
Πώς ο καινούργιος αυτός, ο φοβισμένος, μπλέχτηκε έτσι με του εσώτερου γίγνεσθαι τ’ απλωμένα πλοκάμια , που σ’ αρχέτυπα, σε πνιγηρή βλάστηση και σε ζωώδεις μορφές φευγαλέες ακοντίζονταν . Πώς ενέδωσεν . – Αγαπούσε.Τα μύχια βάθη του αγαπούσε , το εσώτερο αγριοτόπι του, εκείνο το αρχέγονο δάσος μέσα του, που, στο βουβό γκρέμισμα του, η καρδιά του φωτεινά πράσινη στεκόταν.
– Αγαπούσε .
Το εγκατάλειψε, ακολούθησε τις ίδιες ρίζες του στη βίαιη μέσα καταγωγή του, όπου, τη μικρή γέννησή του , ήτανε πια επιβιωμένη ·
Έτσι, αγαπώντας, κατέβαινε στο αρχαιότερο αίμα, στα φαράγγια, που το Φριχτό χορτάτο ακόμη απ’ τους Πατέρες, κειτότανε. Και κάθε Τρομερό τον εγνώριζε και το μάτι μισόκλεινε, σα να συμφωνούσε.
Το Φριχτό χαμογελούσε, αλήθεια… Μάνα,.
Σπάνια χαμογέλασες τρυφερά τόσο. Πώς θα μπορούσε αφού έτσι του χαμογελούσε, να μην το αγαπήσει ; Πριν από σένα το αγάπησε, γιατί, τότε που τον έφερες μέσα σου ακόμη, ήτανε, κιόλας, στο νερό, που ελαφρώνει τη γέννα, διαλυμένο.
Κοίτα, δεν αγαπούμε εμείς. Όπως αγαπούν τ’ άνθη, μια μονάχα εποχή · στα μπράτσα μας, όταν αγαπούμε, ανεβαίνει χυμός αμνημόνευτος , Ω νέα κοπέλα, τούτο, τούτο σε πρόλαβε : μέσα μας αγαπούσαμε. Όχι Ένα, ένα Ερχόμενο, μα την αρείφνητη ζύμωση · όχι ένα τέκνο μονάκριβο , μα τους Πατέρες που ηρεμούνε, στα ερείπια βουνών, στα βάθη μας· την αποξεραμένη κοίτη αγαπούσαμε αλλοτινών μητέρων – ·
Αγαπούσαμε το άφωνο τοπίο ολόκληρο, κάτω από το συννεφιασμένο είτε εύδιο πεπρωμένο : –ΑΥΤΟ σε πρόλαβε, νέα κοπέλα .
Και τι ξέρεις, εσύ η ίδια–; Απ’ τον αγαπημένο μέσα αρχέγονους καιρούς ανέσυρες. Των μεταστάντων τα αισθήματα που ανασκαλεύτηκαν. Τις γυναίκες που σε μισούσαν. Τι σκοτεινούς άντρες ξύπνησες, μέσα στις φλέβες του έφηβου ; πεθαμένα σε γύρευαν παιδιά… Ω, σιγά-σιγά , μια βέβαιη, μια σπιτική δουλειά, αγαθή, κάμε μπροστά του, — οδήγησέ τον στον κήπο πλάι, των νυχτών
την υπεροχή δώσε του…
Συγκράτησέ τον…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου