Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Γ. Παπαδόπουλος - Ερωτευμένος ή ηλίθιος;

4 σχόλια
 ….. Μία ακόμη μοναχική βραδιά. Από τα ανοιχτά παράθυρα, μια απαλή αύρα έφερνε τις ανάσες των λουλουδιών. Το ψυχρό φως της οθόνης, τραβούσε το βλέμμα μου. Η παρέα μου αυτά τα βράδια, όταν άλλο δεν άντεχα να συνομιλώ με φαντάσματα. Θα ανεβάσω μουσική, σκέφτηκα. Όλο και κάποιος δικός μου θα είναι μέσα να σκοτώσουμε τον ανελέητο κτύπο των δευτερολέπτων που περνούσαν…έτσι.

Παλιά, όταν έμενα μόνιμα στην Αθήνα, άκουγα έναν σταθμό που έπαιζε όμορφες μουσικές. Τζαζίστικες. Τον βρήκα κι εδώ. Έγινα μέλος του. Την βρίσκω με τις επιλογές, αφού αυτές, δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο του παραγωγού, αλλά όλων. Ένας εξ αυτών κι εγώ πια. Ποικίλλα τα ακούσματα, με έναν κοινό παρανομαστή μόνο. Το είδος. Τζαζ…

Μπαίνω στη σελίδα του σταθμού. Πρώτο φιγουράρει ένα από τα αγαπημένα κομμάτια μου – Star-crossed lovers - , ανεβασμένο από τη γυναίκα, το όνομα της οποίας δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά έχω κολλήσει στην οθόνη και ακούω το ένα κομμάτι μετά το άλλο, που ανεβάζει. Μου αρέσει. Ξέρει από μουσική. Όντας μουσικός ο ίδιος, με χαρά κάνω τούτη τη διαπίστωση.

Νικά η περιέργεια και μπαίνω στο προφίλ της, όπου με περιμένει άλλη μια έκπληξη. Είναι όμορφη και ελκυστική συνάμα. Της ζήτησα να γίνουμε «φίλοι», το αποδέχτηκε, αλλά δεν έχουμε ανταλλάξει μέχρι στιγμής μήτε σχόλιο, μήτε μήνυμα. Συνεχίζω να ακούω τις μουσικές της, αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

Είμαι ταραγμένος απόψε. Θέλω να αποκτήσει οικειότητα τούτη η επαφή. Θέλω να αγριέψει η καρδιά μου, να την κάνει να πετάξει και μετά να την μαλακώσει. Έχω πιει ήδη μια μπύρα. Ανοίγω δεύτερη. Η μουσική δυνατά…. Να την μοιραστώ με ποιόν; Αυτό που ακούω – δικό της – το κάνω δικό μου. Δεν περνά ώρα και η γυναίκα με το ασυνήθιστο όνομα μου στέλνει μήνυμα. Χαίρομαι, αλλά
παραξενεύομαι συγχρόνως. Είναι μεγάλο. Κείμενο…. Ξεκινάω να το διαβάζω. Με κάθε λέξη του, βουτάω ολοένα και πιο βαθειά. Με τραβάει. Με μαγνητίζει. Είναι λες και γράφτηκε για μένα. Το διαβάζω θολωμένος. Το διαβάζω ξανά. Πιο αργά αυτή τη φορά. Σηκώνομαι. Ανάβω τσιγάρο. Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όσα στροβιλίζονται στο μυαλό μου και την καρδιά μου είναι εκεί. Γραμμένα. Φωτεινά. Με αγάπη. Με ελπίδα. Μια σκέψη με κάνει και σκιρτώ. Την αποδιώχνω. Δε γίνονται αυτά. Όμως η σκέψη αυτή, καρφώθηκε με δύναμη μέσα μου. Μουδιασμένος ευχαριστώ τη γυναίκα με το ασυνήθιστο όνομα. Της λέω πόσο μου άρεσε και πόσο με άγγιξε. Ανταλλάσσουμε λίγες κουβέντες.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν στο ίδιο μοτίβο. Σιγά σιγά άρχισα να περιμένω τις φωτεινές ενδείξεις. Ανυπομονούσα… Χαιρόμουν όταν διαπίστωνα ότι είναι εκεί. Άρχισα να μιλάω και να ανοίγομαι. Ανακάλυψα ότι είχαμε πολλά κοινά. Τόσα που μου φαινόταν εξωπραγματικό. Μου άρεσε η σπιρτάδα της και το χιούμορ της. Το ότι ένοιωθα άνετα μαζί της. Όσο περνούσε ο καιρός, ερχόμουν ολοένα και πιο κοντά της. Ξυπνούσα το πρωί και πριν καν ανοίξω τα μάτια μου, άνοιγα τον υπολογιστή, περιμένοντας με λαχτάρα να δω μήνυμά της. Κατσούφιαζα όταν δεν είχα. Άρχισα να την σκέφτομαι. Συχνά…Χαιρόμουν που την είχα γνωρίσει. Όταν ήταν εκεί σταματούσε ο χρόνος. Χαμογελούσε η μέρα. Δεν τολμούσα, όμως, να κάνω όνειρα.

Σταδιακά, η επαφή πύκνωσε. Μοιραζόμασταν την καθημερινότητά μας, τις σκέψεις μας, τα όνειρά μας, εικόνες που θα θέλαμε να κάνουμε αναμνήσεις. Για τον έρωτα…. Άρχισε να μου λείπει. Δεν είχε νόημα η μέρα αν δεν ήταν εκεί. Έπαψα να κολακεύομαι από γυναίκες που με πλησίαζαν. Δεν απαντούσα σε προσκλήσεις. Ονειρευόμουν εκείνη. Προσπάθησα πολύ να το αγνοήσω. Μάταια. Ήμουν ερωτευμένος. Εντάξει, μεγάλε. Δεν είναι η πρώτη φορά. Θα σου περάσει. Πόσο μάλλον έτσι. Ακόμη πιο μάταιη η προσπάθεια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ένοιωθα τη ζεστασιά της. Φανταζόμουν το γέλιο της, τη γεύση των χειλιών της. Άρχισα μέχρι τσιμπήματα ζήλειας να νοιώθω όταν έβλεπα ότι έχει οικειότητα με κάποιον. Έλεγα στον εαυτό μου να μην παραμυθιάζεται και να συνέλθει. Την ένοιωθα όμως, να βουτάει μέσα μου όλο και περισσότερο. Κοίταζα τις φωτογραφίες της και προσπαθούσα να φανταστώ τι σκεφτόταν τη δεδομένη στιγμή. Ήθελα να την χαϊδέψω, να μυρίσω τα μακριά μαλλιά της, να την πάρω στην αγκαλιά μου, να ακούσω το γέλιο της…

Ερωτευμένος ή ηλίθιος;

Ένα βράδυ δεν άντεξα. Της το είπα. Και τότε, γέμισε χρώματα η νύχτα. Το όνειρο χαμογέλασε. Η αγάπη, κούρνιασε στην καρδιά μου. Δεν ήμουν μόνος σε αυτό το κρεσέντο του παραλόγου. Άρχισα να αμφιβάλω. Κατά πόσο είχα καταλάβει καλά. Ήταν αλλιώς, όμως, τώρα. Οι λέξεις άγγιζαν σαν χάδι την καρδιά μου. Την ήθελα. Ήταν όμως μακριά. Πέντε ώρες δρόμος. Έπρεπε όμως να ολοκληρωθεί. Να σιγουρευτώ. Ξεχείλιζε από ομορφιά και αυθορμητισμό. Ήταν αυτονόητο. Χωρίς σκιές. Η τσακισμένη μου ψυχή, δεν το είχε ξαναζήσει. Σχεδόν δεν το πίστευα. Έλα μαλάκα, έλεγα στον εαυτό μου. Μπορεί να την απογοητεύσω. Άλλο να περιμένει και άλλο να βρει.

Όμως, κάπου μέσα μου, χαμογελούσα. Και το όνειρο, μια μέρα, άνθισε. Για την κατάληξη δεν ήμουν σίγουρος. Αμήχανος καφές παρά θιν’αλός, με χάρηκα που σε γνώρισα, θα συνεχίσουμε να τα λέμε και τα συναφή ή αυτό που ποθούσε το είναι μου;


Εκείνην τη μέρα, προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι. Να μη μετράω το κάθε λεπτό. Δεν τα κατάφερα. Άκουσα τη φωνή της. Ήταν το ίδιο ταραγμένη με μένα. Μια φωνή που είχα φανταστεί πολλές φορές. Μου άρεσε. Με χάιδεψε. Έφτανε…. Μιλούσαμε και γελούσαμε σαν μικρά παιδιά που θα πάνε εκδρομή. Ήμουν ήδη στο δρόμο και την περίμενα. Φαινομενικά άνετος. Μέσα μου έτρεμα. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε πλάι μου.


Κόντεψα… Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου. Απέκτησαν βαθύτερο νόημα τα λεγόμενα της για τα σκαριά μας. Πανομοιότυπα. Ο ίσαλος μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι. Τα έξαλα γυαλιστερά. Τα ύφαλα σκουριασμένα, χτυπημένα, τσακισμένα…Ένοιωσα λιμάνι και καράβι ταυτόχρονα και ήξερα ότι είναι αμοιβαίο. Τη στιγμή εκείνη άρχισα να πιστεύω στις νεράιδες…

…. Ήταν νωρίς για να πάμε σπίτι μου. Διέκρινα την αμηχανία της και μαζί με αυτήν …ντροπή. Με εξέπληξε το κοκκίνισμα στο πρόσωπό της και το τρέμουλο στη φωνή της. Αποφασίσαμε να πάμε τελικά σπίτι μου, προκειμένου να αφήσουμε το ένα από τα δύο αυτοκίνητα και να συνεχίσουμε για την παραλία. Η μέρα εξάλλου, προσφερόταν για μεζέδες και τσίπουρο.

Ήταν όμορφη μέρα. Ο ήλιος ψηλά και η γη χορτασμένη από τη βροχή που έπεφτε τις τελευταίες μέρες, έδειχνε τη χαρά της με το πράσινο χαλί με το οποίο είχε στολίσει τους λόφους, καρφιτσώνοντας πάνω τους πολύχρωμα αγριολούλουδα. Τα σπίτια στο βουνό έλαμπαν σαν κόκκοι αλατιού στο δυνατό φως. Η θάλασσα καθρέφτιζε το γαλάζιο του ουρανού, γαληνεμένη, στραφταλίζοντας, σαν να είχε στάξει ο ήλιος στο δέρμα της.

Δεν ήθελα να επιστρέψω στο αυτοκίνητό μου. Ήθελα να συνεχίσω να κοιτάζω τα μάτια της – που τόσες φορές είχα ονειρευτεί. Το βλέμμα της είχε χαραχτεί στο μυαλό μου, καθώς οδηγούσα. Το τοπίο πίσω μου, ξεθωριασμένο. Μόλις που το πρόσεχα. Κοίταζα συνέχεια τον καθρέπτη, προκειμένου να πειστώ ότι δεν ονειρεύομαι. Αισθανόμουν, σαν να έπλεα σε μια διάσταση, που το πριν και το μετά, είχαν γίνει ένα και είχαν δημιουργήσει το τώρα. Την λαχταρούσα αυτήν τη στιγμή.

Να’μαι, λοιπόν, εδώ τώρα, νοιώθοντας πολύ μακριά από τον εαυτό μου. Διερωτώμενος ξανά αν είμαι ερωτευμένος ή ηλίθιος. Δεν πίστευα πια στα μεγάλα λόγια. Είχα αρκετές ουλές να μου το θυμίζουν. Είχα και μια γεμάτη ζωή. Κανένα παράπονο. Είχα ταξιδέψει και είχα γνωρίσει. Είχα αγαπήσει και με είχαν αγαπήσει. Τα τελευταία χρόνια, όμως, μια σκιά σκέπαζε τις χαρές μου. Ένας βουβός πόνος, που όσο και να προσπαθούσα να συμφιλιωθώ μαζί του, με έκανε να ξυπνώ μουδιασμένος στη μέση της νύχτας, γνωρίζοντας ότι η ευεργετική λήθη του ύπνου δε θα με άγγιζε ξανά.

Μα τώρα, εκείνη ήταν εδώ. Την θαύμασα για την τόλμη της. Δε μασάει αυτή η γυναίκα, σκέφτηκα. Είχα καταφέρει, έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο, να τη γνωρίσω και να την καταλάβω. Είχα διακρίνει τους φόβους της, τη μοναξιά της καρδιάς της, τους έρωτες και τα όνειρα, που έσβησαν, αφήνοντας την πικρή γεύση της απώλειας, το μικρό παιδί που δε μεγάλωνε μέσα της και που λαχταρούσε να το πάρουν από το χέρι και να του δείξουν τα αστέρια, τη γυναίκα που πατούσε γερά στη γη… Αντιθέσεις. Μου γλύκανε την καρδιά..

Χαμένος στις σκέψεις μου, τελευταία στιγμή απέφυγα ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε μεθυσμένος να ήσουν. Συγκεντρώσου. Έτσι και τρακάρεις τώρα πας για Όσκαρ, σκέφτηκα. Κοίταξα πάλι τον καθρέπτη μου. Ήταν εκεί, πίσω μου. Της κούνησα αμήχανα το χέρι, προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου, που χτυπούσε σαν τρελλή. Σε λίγο θα είμαστε μαζί, σκέφτηκα. Τι θα της πω; Το μυαλό μου είχε αδειάσει.


Είχα νοιώσει καλά μαζί της εξαρχής. Ένοιωθα ότι θα με καταλάβει και ότι δε θα χρειάζεται να της εξηγώ. Για πρώτη φορά την είχα αντικρύσει λίγο πριν. Κι όμως. Ένοιωθα σαν να την ήξερα χρόνια. Σαν να ταξίδευα όλη μου τη ζωή, για να βρω εκείνην. Σαν να ήταν πάντα εδώ μαζί μου.

Μπερδεύοντας τα λόγια μας, είχαμε ζωγραφίσει εικόνες. Είχαμε ανασάνει πόθο και νοσταλγία και είχαμε αποκοιμηθεί, με τις ανάσες μας, να μας νανουρίζουν. Είχαμε συναντηθεί στα όνειρα και είχαμε περπατήσει ξυπόλυτοι στην υγρή άμμο, ακούγοντας τoν ψίθυρο των αστεριών. Είχα ξυπνήσει, με εκείνην κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου και τα μαλλιά της να με χαϊδεύουν.

Όχι. Δεν την είχα αγγίξει. Ακόμη. Ένοιωθα σαν να την αγαπούσα όλη μου τη ζωή και πως τώρα μόλις την ερωτεύτηκα. Ήμουν μπερδεμένος.

Φτάναμε…Μετά τiς ράγες, η ανηφόρα που θα μας έβγαζε στο σπίτι μου..

Οι μπάρες κατεβασμένες. Σταμάτησα. Άκουσα το τρίξιμο των φρένων. Το τραίνο έμπαινε σε έναν μικρό σταθμό, κρυμμένο σε μια συστάδα πεύκων. Ήξερα ότι με κοίταζε. Γύρισα το κεφάλι και της χαμογέλασα. Σκέφτηκα να κατέβω και να πάω κοντά της. Λαχταρούσα να την αγγίξω. Να ανασάνω το άρωμά της. Να με χαϊδέψει το γέλιο των ματιών της. Να νοιώσω το κορμί της στην αγκαλιά μου…

Δυσκολευόμουν να συγκρατηθώ. Ήταν εκεί. Λίγα βήματα πίσω μου. Ο χρόνος κρατούσε την ανάσα του, κλείνοντάς μας σε μια φυσαλίδα, φτιαγμένη από το ίδιο υλικό που γίνονται τα όνειρα, μέσα σε έναν κόσμο, που ήταν μόνο δικός μας. Μαζί τον είχαμε πλάσει. Κάθε μία από εκείνες τις νύχτες, που βρισκόμασταν ξαπλωμένοι, νοιώθοντας την απουσία ενός κορμιού που ποτέ δεν είχαμε αγγίξει.

Κάτι άνθιζε, σβήνοντας τις σκιές, κάνοντας την κάθε στιγμή ξεχωριστή. Μόνο και μόνο γιατί την μοιραζόμουν μαζί της.

Το τραίνο ξεκινούσε. Χωρίς να το σκεφτώ, τράβηξα χειρόφρενο και πήδηξα έξω. Την πλησίασα. Με κοιτούσε χαμογελαστή από το ανοιχτό παράθυρο. Δε μιλούσε. Έσκυψα και την φίλησα. Η γλύκα των χειλιών της έστειλε ρίγη στο σώμα μου κι έκανε τα γόνατά μου να τρέμουν. Κοιτώντας την, επέστρεψα στο αυτοκίνητο. Οι μπάρες σηκώθηκαν και ξεκινήσαμε…

Είχα τη γεύση των χειλιών της στο στόμα μου. Πόσες φορές το είχα ονειρευτεί; Και τώρα το ένοιωθα. Ξεπερνούσε την φαντασία μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Με τα χρόνια, είχα αποκτήσει μια κυνικότητα και είχα απομυθοποιήσει πολλά. Όμως, σε μια μικρή γωνιά, κρατούσα ένα κομμάτι ανέγγιχτο. Για ποιόν; Γιατί; Δεν ήξερα. Ή είχα ξεχάσει. Το φυλούσα και τώρα το ένοιωθα να ζωντανεύει.

Την είχα φανταστεί μια καλοκαιρινή βραδιά, με το φεγγάρι να σχηματίζει ένα χαμόγελο, ξαπλωμένη πάνω του. Ένα ανάκλιντρο για εκείνην μόνο. Φορούσε ένα άσπρο φουστάνι και τα ξανθά μακριά μαλλιά της λυτά. Οι πτυχές του φορέματός της κρέμονταν ανάμεσα στα αστέρια.

Την αγαπούσα. Με μιαν αγάπη που ερχόταν σαν κύμα από το χθες και με παρέσερνε στον αύριο. Την είχα αγαπήσει όταν μου μιλούσε. Όταν το γέλιο της ξεπηδούσε από το άψυχο αντικείμενο και φώτιζε το σκοτάδι. Όταν η σκέψη της χάιδευε την καρδιά μου και γέμιζε τη μέρα χρώματα. Και τώρα ήταν εδώ. Κοίταξα τον καθρέπτη μου. Ήταν ακόμη πίσω μου. Πλησιάζαμε.

Σε λίγο φάνηκε το σπίτι. Ώχρα και πράσινο, κάτω από κόκκινα τούβλα. Ξύλινα κάγκελα. Ένα μεγάλο μπαλκόνι που έβλεπε τον ήλιο, όταν κουρασμένος βουτούσε πίσω από τα βουνά, πηγαίνοντας να φωτίσει άλλους ουρανούς. Περικυκλωμένο από ελαιόδεντρα, που θαρρείς και ήθελαν να μας καλωσορίσουν, έδειχναν καθώς λικνίζονταν νωχελικά στην απογευματινή αύρα, το ασήμι που έκρυβαν στα φύλλα τους.

Σταμάτησα μπροστά στην καγκελόπορτα και την άνοιξα. Θα έβαζε μέσα το αυτοκίνητό της. Θα φεύγαμε με το δικό μου.

Τα σκυλιά γαυγίζοντας χαρούμενα και παρασέρνοντας στον ενθουσιασμό τους τις γάτες, μας περικύκλωσαν. Της άνοιξα την πόρτα. Πήρε την τσάντα της και βγήκε. Στάθηκε μπροστά μου. Το άρωμά της με τύλιξε. Ήταν πολύ κοντά μου. Κοίταξα τα μάτια της. Ένοιωσα να βυθίζομαι στο βλέμμα της. Ένα βλέμμα που συγκρατούσε έναν χείμαρρο συναισθημάτων. Μαύρα. Σχιστά. Πολύ πιο όμορφα από ότι στις φωτογραφίες. Η λάμψη τους έσβηνε τον χώρο και τον χρόνο. Έταζαν, δίχως να υπόσχονται. Ταξίδευαν ριζωμένα. Έκρυβαν όνειρα, πίσω από καλοακονισμένες κυνικές ατάκες. Ξυπνούσαν ξεχασμένους πόθους. Όπως ακριβώς την είχα ονειρευτεί πολλά βράδια. Με τη σκέψη της να φωτίζει το σκοτάδι. Τη φωνή της να χαράζει ρυάκια ηδονής στο κορμί μου.

Δεν άντεχα. Ήθελα να την αρπάξω. Να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της πω με το κορμί μου, ότι δεν μπορούσα με λόγια. Την άγγιξα. Με κοίταζε. Τα χείλη της μισάνοιχτα. Το στόμα μου είχε στεγνώσει…

Όλη η ομορφιά της μέρας. Όλα τα βράδια που είχα περάσει μαζί της, χωρίς να την αγγίζω. Όλες εκείνες οι φορές, που βρέθηκα ξαπλωμένος δίπλα σε ένα ιδρωμένο κορμί, ενώ διακριτικά απέφευγα να δημιουργήσω οικειότητα μαζί του, παρά τις ηδονικές στιγμές που μόλις είχα μοιραστεί μαζί του, με το μυαλό μου – μάταια- να προσπαθεί να με παρηγορήσει για το κενό που ένοιωθα. Όλα τα ξεθωριασμένα μου όνειρα, που άρχιζαν να αναδεύονται σε ξεχασμένες γωνιές μέσα μου. Όλοι μου οι φόβοι. Και όλες μου οι ελπίδες. Όλες οι λέξεις της και οι εικόνες που είχαν ζωγραφίσει. Όλη της η ομορφιά, που την ένοιωθα να ξεπηδά από το τίποτα και να με χαϊδεύει. Όλη η αγάπη που είχε το δικό της ασυνήθιστο όνομα. Όλα συμπυκνώθηκαν στη στιγμή, που τα χείλη μου άγγιξαν τα δικά της.

Απαλά στην αρχή. Με μιαν ανεξέλεγκτη λαχτάρα, μόλις ένοιωσα τη γεύση τους. Κόλλησε πάνω μου, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω. Το στήθος της πίεζε το δικό μου. Την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου. Οι γλώσσες μας, έψαχναν να βρουν αφύλακτο σημείο. Να βουτήξουν στα άδυτα. Να γευτούν αυτό, που ψιθύριζε η μια στην άλλη. Φίδια φρενιασμένα……

Ήθελα να την αγγίξω παντού. Να γευτώ κάθε γωνιά του κορμιού της. Να ακούσω την ανάσα της να κόβεται. Να δω τη φλόγα του έρωτα να λάμπει στα όμορφά της μάτια. Να την δω να αγγίζει την αθανασία. Δεν άντεχα. Την ήθελα σαν τρελλός. Με ένα πάθος που μου θόλωνε το μυαλό και έκανε το κορμί μου να λειώνει.

Την τράβηξα βιαστικά προς το σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και της έκανα νεύμα να περάσει. Εκείνη τη στιγμή, ένοιωσα ότι άνοιγα την πόρτα στο όνειρο, που δεν τολμούσα πια να δω. Όλα ήταν διαφορετικά. Τα χρώματα πιο ζωηρά, πιο πλούσιες οι μυρωδιές, όλα χαμογελούσαν, όλα αποκτούσαν νόημα. Έκανα στην άκρη. Πέρασε μέσα. Παρέμεινα στο κατώφλι. Ένοιωθα τις ακτίνες του ήλιου – την κάθε μια ξεχωριστά – να με αγγίζουν. Μπήκα μέσα, έκλεισα την πόρτα και γύρισα προς το μέρος της.

Με κοιτούσε. Ακίνητη. Με τον πυρετό να καίει το βλέμμα της και την υπόσχεση δροσιάς, στα υγρά της χείλη. Χωρίς να μιλήσω – δεν μπορούσα άλλωστε – την άρπαξα στην αγκαλιά μου. Τα χέρια μου έτρεχαν πάνω της. Φιλούσα λαίμαργα το γυμνό της δέρμα. Το άρωμα του κορμιού της με μεθούσε. Με έσφιγγε με δύναμη πάνω της. Ήθελε όσο κι εγώ να με νοιώσει.

Φορούσε γκρι παντελόνι και μαύρη μπλούζα. Τόνιζαν τη θηλυκότητά της. Το στήθος της δίδυμες καμπύλες ηδονής. Το απαλό της δέρμα, λευκό και διάφανο. Τα χείλη μου, κατέβηκαν στο αυλάκι ανάμεσά τους. Ένοιωθα τη ζεστασιά τους. Ήθελα τη γλύκα τους. Σήκωσα τα χέρια της. Τράβηξα την μπλούζα. Την άφησαν να πέσει στο πάτωμα. Τα χέρια μου γλίστρησαν στην πλάτη της. Το στήθος της γυμνό, με τις κορυφές του έτοιμες να τις γευτώ. Με προσκαλούσαν. Γέμισα με τη σάρκα της.

Τα χέρια της διέτρεχαν το κορμί μου. Κατέβηκαν στην πλάτη μου. Μου έβγαλε το πουκάμισο. Με γύμνωσε. Γονάτισε μπροστά μου. Τα χείλη της υγρά. Όπως και τα μονοπάτια που χάραξε με τη γλώσσα της.

Η κρεβατοκάμαρα ήταν στον επάνω όροφο. Πήγε πρώτη. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Στο πλατύσκαλο, κοντοστάθηκε. Γύρισε και με κοίταξε με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στο βλέμμα της Έβγαλε και πέταξε πάνω μου ότι φορούσε. Χαμογέλασε. Ακολούθησα το παράδειγμά της και την πλησίασα. Πήδηξε πάνω μου, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω μου. Ένοιωσα να βυθίζομαι μέσα της, φτάνοντας εκεί που ήταν κρυμμένη τόσα χρόνια και με περίμενε.

Παρασυρθήκαμε από ένα τυφλό πάθος, που έκλεινε το μάτι στο αύριο και έβγαζε τη γλώσσα στο χθες. Ένα πάθος που έσβηνε μοναχικές νύχτες, με μοναδική συντροφιά τους, κουρασμένα όνειρα, που τώρα ζωντάνευαν και τίναζαν το ποτέ από πάνω τους. Ένα πάθος που στροβίλιζε τα κορμιά μας, σε έναν αέναο χορό, που με τα βήματά του, έπλεκε εικόνες, που έρχονταν σαν αντίθετο άνεμος από το μετά και κατέκλυζαν το τώρα.

Ήταν έτοιμη. Την ένοιωθα. Με πλημμύρισε, αναποδογυρίζοντας και το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου. Ξεχύθηκα μέσα της. Ένοιωσα ότι το δέρμα μου ήταν χιλιάδες μάτια, που έβλεπαν ξαφνικά όλα μαζί. Αυτό το ζεις λένε μια φορά. Αν δεν είσαι ήδη νεκρός….

Το κορμί της με φώναζε με μια φωνή που αντηχούσε μέσα μου, διώχνοντας τις σκιές, δίνοντας ανάσα στο όνειρο και όνομα στην αγάπη…

Κείμενο: Γ. Παπαδόπουλος
Επιμέλεια: Λ. Φραγκίσκου - Memy K Ios

4 σχόλια :

  1. Ο ερωτας στα χρόνια του ιντερνετ.Αν και εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε γλυκαναλατο τώρα ξαναδιαβαζοντας το θέλω το ίδιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Tι χολέρα, τι ίντερνετ. Καταπληκτικό έτσι; Κι εγώ την πρώτη φορά που το διάβασα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενα ποτέ ότι ένας άντρας θα μπορούσε να εκφραστεί έτσι. Και η πλοκή καλή. Επίκαιρο όσο ποτέ.

      Πράγματι. Όταν το ξαναδιαβάζεις, ξέρεις και τι ακριβώς να προσέξεις. Ξεχειλίζει συναίσθημα.

      Μόνο εσύ; Όλοι μας..... Άντε οι ρομαντικοί του κόσμου, να μαζευτούμε. Το φεγγαρένιο ανάκλιντρο δικό μου. :-)

      Διαγραφή
  2. Νομίζω ότι είναι υπαρκτά πρόσωπα.Την καψούρα του έβγαλε.Γιατί δεν περίμενες ποτέ κιόλας οτι ένας άντρας θα μπορούσε να εκφραστεί έτσι ;Κοριτσάκι αν κρίνω από αυτό και το τελευταίο σχόλιο :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. :-) Σπίρτο είσαι!!!!! Μα δεν είναι κρυφό. Το λέει στο προφίλ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή