Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Albert Camus - Ο Ξένος (απόσπασμα)

15 σχόλια


 «Bρέθηκα μέσα στο ίδιο πυρωμένο ξέσπασμα. Πάνω στην άμμο, η θάλασσα αγκομαχούσε με τη γοργή και πνιχτή ανάσα των μικρών κυμάτων της. Bάδιζα αργά προς τα βράχια κι ένιωθα το μέτωπό μου να φουσκώνει κάτω απ’ τον ήλιο. Όλη τούτη η ζέστη έπεφτε πάνω μου και μ’ εμπόδιζε να προχωρήσω. Kαι κάθε φορά που ένιωθα καταπρόσωπο τη μεγάλη καυτή πνοή της, έσφιγγα τα δόντια, έκλεινα τις γροθιές μου μες στις τσέπες του παντελονιού μου, τεντωνόμουν ολόκληρος για να κατατροπώσω τον ήλιο και τούτη τη βαριά μέθη με την οποία μ’ έπνιγε. Σε κάθε λόγχισμα του φωτός που ξεπετιόταν απ’ την άμμο, από ένα ξασπρισμένο κοχύλι ή από κανένα κομματάκι γυαλί, τα σαγόνια μου συσπάζονταν. Περπάτησα ώρα πολλή. Διέκρινα από μακριά το μικρό σκοτεινό όγκο του βράχου μέσα σε μια άλω φωτός εκτυφλωτική από την άχνη της θάλασσας. Σκεφτόμουν τη δροσερή πηγή πίσω απ’ το βράχο. Λαχταρούσα να ξαναβρώ το ψιθύρισμα του νερού της, λαχταρούσα να λυτρωθώ απ’ τον ήλιο, την κούραση και τα κλάματα των γυναικών, λαχταρούσα, τέλος, να ξαναβρώ τον ίσκιο και την ξεκούρασή της. Mα όταν ζύγωσα, είδα ότι ο άνθρωπος του Pεμόν είχε ξαναγυρίσει. Σκέφτηκα ότι αρκούσε να κάνω μεταβολή κι όλα θα τελείωναν. Πίσω μου όμως μια ολόκληρη παραλία που τη δονούσε ο ήλιος μού έκλεινε το δρόμο. Ήταν μόνος. Πλαγιασμένος ανάσκελα, με τα χέρια κάτω απ’ τον αυχένα, το μέτωπο στον ίσκιο του βράχου, το υπόλοιπο σώμα στον ήλιο. H μπλε φόρμα του
άχνιζε μες στη ζέστη. Ξαφνιάστηκα κάπως. Για μένα, τούτη η ιστορία είχε τελειώσει και είχα έρθει ως εδώ χωρίς να τη σκέφτομαι. Mόλις με είδε ανασηκώθηκε λιγάκι κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του. Eγώ, φυσικά, έσφιξα το περίστροφο του Pεμόν μες στο σακάκι μου. Tότε εκείνος ξανάπεσε προς τα πίσω, δίχως όμως να βγάλει το χέρι απ’ την τσέπη του. Ήμουν αρκετά μακριά του, καμιά δεκαριά μέτρα. Στιγμές στιγμές μάντευα το βλέμμα του ανάμεσα απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Mα, πιο συχνά, η εικόνα του χόρευε μπροστά στα μάτια μου, μες στην πυρακτωμένη ατμόσφαιρα. O φλοίσβος των κυμάτων ήταν ακόμα πιο νωχελικός, πιο ρυθμικός απ’ ό,τι το μεσημέρι. Ήταν ο ίδιος ήλιος, το ίδιο φως πάνω στην ίδια αμμουδιά που απλωνόταν ίσαμε δω. Δυο ώρες τώρα, η μέρα δεν προχωρούσε άλλο, δυο ώρες τώρα είχε αγκυροβολήσει σ’ έναν ωκεανό από λιωμένο μέταλλο. Στο βάθος του ορίζοντα πέρασε ένα βαποράκι και διέκρινα τη μαύρη κουκκίδα του με την άκρη του ματιού μου γιατί δεν είχα πάψει να κοιτάζω τον Άραβα.

Σκέφτηκα ότι αρκούσε να κάνω μεταβολή κι όλα θα τελείωναν. Πίσω μου όμως μια ολόκληρη παραλία που τη δονούσε ο ήλιος μού έκλεινε το δρόμο. Έκανα μερικά βήματα προς την πηγή. O Άραβας δε σάλεψε. Ωστόσο, ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Ίσως, με τις σκιές που έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του, έμοιαζε να γελά. Περίμενα. Tο λιοπύρι έκαιγε τα μάγουλά μου κι ένιωθα στάλες ιδρώτα να μαζεύονται στα φρύδια μου. Ήταν ο ίδιος ήλιος όπως και τη μέρα που κήδεψα τη μαμά και, όπως τότε, μου πονούσε τρομερά το μέτωπο και οι φλέβες μου χτυπούσαν όλες μαζί κάτω απ’ το δέρμα. Eξαιτίας της αφόρητης κάψας, έκανα ένα βήμα μπροστά. Ήξερα ότι αυτό ήταν ανόητο, δε θα γλίτωνα απ’ τον ήλιο κάνοντας ένα βήμα. Έκανα όμως ένα βήμα, ένα μοναδικό βήμα προς τα μπρος. Kι αυτή τη φορά, δίχως να σηκωθεί, ο Άραβας τράβηξε το μαχαίρι και μου το ’δειξε μέσα στον ήλιο. Tο φως ανάβλυσε θαρρείς απ’ το ατσάλι κι έγινε μια μακριά αστραφτερή λεπίδα που με βρήκε κατακούτελα. Tην ίδια στιγμή, ο ιδρώτας που είχε μαζευτεί στα φρύδια μου κύλησε μονομιάς πάνω στα βλέφαρα και τα σκέπασε μ’ ένα χλιαρό και πυκνό πέπλο. Tα μάτια μου τυφλώθηκαν πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα από δάκρυα κι αλάτι. Ένιωθα πια μόνο τα κύμβαλα του ήλιου στο μέτωπό μου και, συγκεχυμένα, την εκθαμβωτική λεπίδα του μαχαιριού που ήταν πάντα στραμμένο πάνω μου. Tούτο το πυρωμένο ξίφος κατάκαιγε τα ματόκλαδά μου και τρυπούσε τα πονεμένα μάτια μου. Tότε ακριβώς όλα τρεμούλιασαν. H θάλασσα ξέρασε μια πνοή βαριά και διάπυρη. Mου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε διάπλατα για να ρίξει πύρινη βροχή. Oλόκληρο το είναι μου τεντώθηκε και το χέρι μου έσφιξε σπασμωδικά το περίστροφο. H σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα τη γυαλιστερή κοιλιά της κάννης, κι εκεί, μέσα στον απότομο και συνάμα εκκωφαντικό κρότο, άρχισαν όλα. Tίναξα από πάνω μου τον ιδρώτα και τον ήλιο. Kατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την εξαιρετική σιωπή μιας ακρογιαλιάς όπου είχα περάσει ευτυχισμένες στιγμές. Tότε, πυροβόλησα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα ακίνητο κορμί όπου οι σφαίρες βυθίζονταν χωρίς καμιά αντίδραση. Kαι ήταν σαν να ’δινα τέσσερα κοφτά χτυπήματα πάνω στην πόρτα της δυστυχίας.»

«Με τον Ξένο, το πρώτο μυθιστόρημα του Καμύ, έχουμε το μανιφέστο ολόκληρου του έργου του. Όλα όσα θα αναπτύξει στο μέλλον διεξοδικότερα εμπεριέχονται σ’ αυτό το κείμενό του: ο θάνατος, το παράλογο, η δικαιοσύνη, η εξέγερση, η απομόνωση, ο ήλιος, η μητέρα, ο χαμένος πατέρας…».

Πηγή: Andro.gr
           

Η υπόθεση του μυθιστορήματος: Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Μερσώ, ένας ασήμαντος γραφειοκράτης, χωρίς ιδεολογία, άθεος, ένας άβουλος άνθρωπος, αντικοινωνικός, χωρίς πάθη, φιλοδοξίες και φίλους,  χωρίς όνειρα, χωρίς κανένα ουσιαστικό δεσμό με τους γύρω του, ζει μια αδιάφορη ζωή υποταγμένος στη μοίρα.

Αναπτύσσει σχέσεις επιφανειακές με τους γύρω του (ο δεσμός του με την Μαρί και η φιλία του με τον Ραϊμόν) αρνείται όμως να συμμετάσχει ενεργά στη ζωή προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύοντας, ελπίζοντας  ή πιστεύοντας σε κάτι που θα την αλλάξει γιατί υπάρχει μέσα του μια ενστικτώδης άρνηση που εκφράζεται με αδιαφορία  και απραξία σε όσα του συμβαίνουν.  Ζει σε μια κοινωνία παράξενα αυταρχική και καταπιεστική.

Από τη μια λοιπόν ένας άνθρωπος ξένος προς την ζωή, ξένος με τους γύρω, απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται και σκέφτονται (η γυναικούλα νευρόσπαστο, ο γέρο Σαλαμανό, ο φύλακας, η Μαρί, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος κλπ) κι από την άλλη μια απολιθωμένη κοινωνία που καταδικάζει αυτούς που δεν ακολουθούν τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της και τις αμφισβητούν δηλ όσους δεν λειτουργούν  σύμφωνα με τους «κοινά» αποδεχτούς της όρους.

Ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία και τον «ξένο» εισβάλλει το τυχαίο με την μορφή αρχικά του θανάτου της μητέρας του, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν αδιάφορα «δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν αλλά ούτε κι αυτή από εμένα», τον αδιάφορο έρωτά του για την Μαρί που δυστυχώς  γεννήθηκε την επομένη της κηδείας (ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη ) και με τη φιλία του με τον Ραϊμόν που ο Μερσώ δέχεται αλόγιστα.   

Ακολουθεί το έγκλημα που κάνει σκοτώνοντας τον Άραβα που οφείλεται κι αυτό σε συμπτώσεις συνθηκών  (ο εκτυφλωτικός ήλιος, η κούραση, η επιθετικότητα του Ραϊμόν και του Άραβα).  Αφήνεται και πάλι έρμαιο των γεγονότων που ακολουθούν το φόνο, αφού στη δίκη τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος που ορίζεται αυτεπάγγελτα, δεν προσπαθεί καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί σχεδόν με απάθεια σαν τρίτος (παρακολουθεί την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά των άλλων,) ξαφνιάζεται με το μίσος που του δείχνει ο εισαγγελέας (του φαίνεται τόσο ανεξήγητο όσο και η φιλία που του πρότεινε ο Ραϊμόν).

Ωστόσο για τη δικαιοσύνη δεν υπάρχει τύχη. Ο εισαγγελέας εξιστορεί με τη σειρά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Μερσώ να σκοτώσει, ισχυριζόμενος πως είχε απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. Μάλιστα την επίγνωση αυτή τη στηρίζει επικαλούμενος την εξυπνάδα του για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη, στηρίζει δε το παράλογο της αγόρευσής του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια «πώς να τόκανε άλλωστε αφού κήδεψε τη μητέρα του με την καρδιά ενός εγκληματία;». Όλα αυτά οδηγούν τον Μερσώ στην καταδίκη και προ της λαιμητόμου.

Στη φυλακή σκέφτεται τον τρόπο που έζησε, παρόλα αυτά δεν τον αναιρεί «είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να  είχα ζήσει με κάποιον άλλο». Σκέφτεται τη μητέρα του και την κοινή τους μοίρα μπροστά στο θάνατο, για πρώτη φορά συναισθάνεται αφού καταλαβαίνει την επιθυμία και ανάγκη της να κάνει νέα αρχή μιας κι αυτός είναι και ο δικός του πόθος.

Έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Σαν κάθε άνθρωπο φοβάται τον θάνατο και τον τρόπο που αυτός θα επέλθει,  η λαιμητόμος του στερεί την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. Παρατηρεί την αδικία που διέπει το ποινικό σύστημα « είχα παρατηρήσει πως ήταν βασικό να δίνεται μια ευκαιρία στον κατάδικο. Μια μόνο στις χίλιες ήταν αρκετή για να διορθώσει πολλά πράγματα». Σκέφτεται την Μαρί. Παρόλα αυτά δεν απελπίζεται, όμως θυμώνει. Τον θυμό και τον αγνωστικισμό του ξεσπά στον κληρικό που τον επισκέπτεται αρνούμενος την κατήχηση και την παρηγοριά που του προσφέρει.

Αποδέχεται την ζωή όσο και τον θάνατο, η επίγνωση αυτή κι ο θυμός που ξεσπά τον ελευθερώνει «λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ' αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ' εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος». Ούτε μια στιγμή μετάνοιας, κι η ευτυχία που νοιώθει ένα ακόμη στοιχείο του παραλόγου.

Λυτρωμένος  από τον φόβο του θανάτου και την κοινωνική του μάσκα τραγική φιγούρα πια διατυπώνει μιαν ευχή: «Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νοιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές την μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».

Ο ήρωας του Καμύ μας ξαφνιάζει. Αναρωτιέται κανείς. Πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος ένας άνθρωπος ώστε να μην δίνει καμία αξία και νόημα στη ζωή του; Πως αφήνεται στη μοίρα που τον καθιστά τελικά παιχνιδάκι στα χέρια της; Πως γίνεται τυχαία να αφαιρέσει μια ζωή; Πως να παρακολουθεί την δίκη του σαν θεατής ενώ δικάζεται από μεροληπτικούς δικαστές, προκαλώντας έτσι την δυστυχία και το τέλος της ζωής του;  Πως γίνεται η Δικαιοσύνη να επιβάλλει μια ποινή βασιζόμενη σε μια σαθρή λογική που αντιστρατεύεται κάθε Δίκαιο; Στην πραγματικότητα δεν καταδικάζεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει αλλά γιατί είναι διαφορετικός από τους ομοίους του, ξένος ανάμεσα σ' αυτούς (δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του). Δεν είναι παράλογο;

Μήπως ο Μερσώ αρχικά αν και με τον δικό του τρόπο  ενσωματωμένος στην κοινωνία φορούσε μια μάσκα αδιαφορίας κι υποταγής για να έχει την ελευθερία να ζει τους στιγμιαίους πόθους και  συναισθήματά του;

Μήπως στην πραγματικότητα η απάθεια ήταν το μόνο όπλο που διέθετε απέναντι στο φόβο, τη μοναξιά, τον θάνατο ζώντας σε μια κοινωνία  παράλογη και ξένη; Μήπως μια μάσκα φορούμε όλοι και σωπαίνουμε για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί ώστε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και μερίδιο της ευτυχίας που μας ανήκει;

Σε όλο το μυθιστόρημα  το παράλογο είναι που κυριαρχεί. Γι αυτό θέλησε ο Καμύ να μιλήσει, για το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο, το παράλογο μιας απολιθωμένης κοινωνίας και το προϊόν της που είναι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων της, το παράλογο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αίσθηση της ανούσιας ύπαρξης.

Ίσως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται από μια έξαρση υπερβολής, όμως πάλι σκέφτομαι πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν σταθεί αντιμέτωποι με την κοινωνία και τις δομές της, πόσες φορές έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι, πόσες φορές διχάστηκαν με τον ίδιο τους τον εαυτό, κι άλλες πόσες στάθηκαν ανίκανοι να κυριαρχήσουν στη ζωή τους ή ν' αλλάξουν την ροή της ιστορίας και σωπαίνω…

Το έργο γράφτηκε από ένα μαχόμενο συγγραφέα - φιλόσοφο - υπαρξιστή, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος.

Ας αναρωτηθούμε πια είναι η ουσία της δικής μας ζωής και πως αυτή την διαχειριζόμαστε, σε ποιες κοινωνίες ζούμε, βιώνοντας τη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης αναπαυτικά στους καναπέδες μας μέσω της τηλεόρασης (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ Παλαιστίνη κλπ) κι ας σκύψουμε μέσα μας να δούμε αν εγκλωβισμένοι σε μια ζωή φαινομενικά ασφαλή κρύβουμε σ' ένα βαθμό ένα Μερσώ που λειτουργεί τόσο παράλογα όσο παράλογος είναι και ο κόσμος του.

« Ο παράλογος άνθρωπος είναι ένα κλασικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο», «ο παράλογος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να δικαιολογήσει »  Σάρτρ.

Αικατερίνη Βεζιρτζόγλου (http://www.lexima.gr)


«... Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον Ξένο είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, δίχως τίποτα το ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα ν' αποδώσω με τον ήρωά μου το μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί».
ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ, 1954

Τη σύνδεση με το παράλογο που ζούμε εμείς σήμερα, μπορούμε να την κάνουμε; Πέραν τούτου, μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε ότι η εμμονή σε φιλοσοφίες, ιδεολογίες, όπως θέλετε πείτε το, του παρελθόντος, δε θα μας βγάλει από το τέλμα; Διότι, ότι δε ζυμώνετε, πεθαίνει.


15 σχόλια :

  1. Θεωρείς ότι έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε νέες φιλοσοφίες ή να βελτιώσουμε τις ήδη υπάρχουσες;Γιατί να αλλάξεις αυτό που έχει αντέξει στον χρόνο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι. Γιατί ναι μεν, έχει αντέξει, αλλά έχει αντέξει ως θεωρία και μόνον. Η πράξη, διαφέρει παρασάγγας από τη θεωρία, την οποία - ανάλογα με την οπτική ή τα πιστεύω του καθένα - την διακρίνει η τελειότητα. Ή αν θέλεις, η θεωρία είναι τέλεια, όχι όμως και οι άνθρωποι που καλούνται να την κάνουν πράξη.

      Διαγραφή
    2. Κι αυτό τι σημαίνει;Ότι δεν υφίσταται τίποτα;Ο αχταρμάς ιδεών δεν λειτουργεί πάντα θετικά.

      Διαγραφή
    3. Δεν είπα αυτό. Είπα ότι όλες οι θεωρίες είναι τέλειες. Όχι όμως και η πραγμάτωση αυτών. Δεν μπορεί να κινείσαι βάση ιδεών, που είχαν ως έτος βάσης τους το 1900, όταν σήμερα είμαστε στο 2014. Επίσης, δεν μπορείς να παραβλέπεις το γεγονός ότι η όποια θεωρία έβρισκε εφαρμογή σε ορισμένη μερίδα κόσμου μόνο. Συνήθως της εργατιάς. Ομοίως, δεν μπορείς να παραβλέπεις το γεγονός ότι όλοι οι πατέρες των θεωριών αυτών, είτε δεν ανήκαν στη μερίδα αυτή, είτε ανήγαγαν εαυτούς σε άλλη κατηγορία. Μπουρζουαζία ;-)

      Πέρα από αυτό, όμως, επέτρεψέ μου να πω, ότι ο αχταρμάς μια χαρά λειτούργησε στην περίπτωση του χριστιανισμού.....

      Διαγραφή
    4. Ισχυρίζεσαι δηλαδή ότι όλες οι θεωρίες,ιδεολογίες για να το πούμε με το όνομά του,είναι φασιστικές κατά κάποιον τρόπο.Για τα χριστιανόπουλα καμία ένσταση :-)

      Διαγραφή
    5. :-) Με τον δέοντα σεβασμό πάντα, όπερ σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι αμοιβαίος......

      Ναι. Τρόπο τινά, αυτό λέω. Ας μην ξεχνάμε ότι η ακριβώς αντίθετη από εκεί ξεκίνησε. Αλλά, η ουσία είναι ότι ζυμώθηκε. Μετά φρένο.....Και είναι κρίμα, δεδομένου ότι βρίσκει πάτημα σχεδόν σε όλους μας σήμερα, αλλά παρ'όλα αυτά δεν τυγχάνει της αποδοχής που θα περίμενε κανείς. Δεν είναι δυνατόν να κάνεις συνέχεια το ίδιο, ξανά και ξανά, και κάθε φορά να ελπίζεις σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.

      Διαγραφή
    6. Εντελώς!!!!!!! Με θλίβει αυτό, γιατί ένα μεγάλο κομμάτι, απαρτίζεται από ανθρώπους, από τους οποίους μπορείς να μάθεις πάρα πολλά. Που έχουν γνώση, κρίση και σαφώς βρίσκονται σε επαφή με την πραγματικότητα. Δυστυχώς, τα δεδομένα σήμερα, δεν βοηθούν ώστε να αφήσουν χώρο. Από την άλλη, υπάρχει και η άλλη μερίδα, των γνωστών μουφατζήδων, που απαντώνται σε όλους τους χώρους. Εκεί μιλάμε για τρικυμία εν κρανίω. Η οποία μάλιστα "φωνάζει"...... Ίδωμεν!!!!

      Διαγραφή
    7. Μουφατζήδων; χαχαχα καλό!Τι πιστεύεις μας κάνει να λειτουργούμε ως τέτοιοι;

      Διαγραφή
    8. Χμ! Ξέρω κι εγώ; Βόλεμα, αναγνώριση, γκομενίτσες....... :-)

      Διαγραφή
    9. Mε αυτήν την σειρά ή είναι τυχαίο; ;-)

      Διαγραφή
    10. αααααχααχχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχααααααα τυχαίο, αλλά θα μπορούσε πολύ εύκολα. Η διαλεκτική του αιδοίου :-p

      Eίναι και διεθνές τώρα που το σκέφτομαι!!!!!!

      Διαγραφή
    11. χαχαχα απίστευτο.Σε ευχαριστώ αλλά πρέπει να αποχωρήσω.

      Διαγραφή
    12. Στο καλό ;-)

      Εγώ ευχαριστώ!!!!!!

      Διαγραφή